συλλογίζομαι

συλλογίζομαι
1. μετ.
1) думать, размышлять, задумываться (над чём-л.); рассуждать (о чём-л.);

συλλογίζ καλά — обдумать как следует; — обмозговать (разг );

τί συλλογίζεσαι τόσην ώραν;

ο чём ты столько времени размышляешь, думаешь?;

δεν συλλογίζεται το μέλλον του — он не задумывается над своим будущим;

2) думать, заботиться, беспокоиться (о ком-чём-л.);

δεν συλλογίζεσαι τα παιδιά σου — ты не думаешь о своих детях;

σε συλλογίζομαι — а) я думаю о тебе; — б) я беспокоюсь о тебе;

2. αμετ. думать, размышлять, рассуждать;

συλλογίζεσαι ορθώς — ты правильно мыслишь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συλλογίζομαι" в других словарях:

  • συλλογίζομαι — συλλογίζομαι, συλλογίστηκα, συλλογισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. συλλογιέμαι Σημειώσεις: συλλογίζομαι, συλλογιέμαι : η μτχ. συλλογισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο, με την έννοια → σκεφτικός, βυθισμένος σε σκέψεις …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συλλογίζομαι — compute pres ind mp 1st sg συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογίζομαι — και συλλογιέμαι συλλογίστηκα, συλλογισμένος 1. σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου: Κάθεται και συλλογίζεται τα περασμένα. 2. λαμβάνω υπόψη μου, λογαριάζω: Δε με συλλογίστηκε καθόλου. 3. μτχ. πρκ., συλλογισμένος σκεφτικός: Κάθεται συλλογισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • συλλογίζεσθε — συλλογίζομαι compute pres imperat mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres imperat mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 2nd pl συλλογίζομαι compute imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) συλλογίζομαι compute …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιζομένων — συλλογίζομαι compute pres part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp masc/neut gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιζόμεθα — συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st pl συλλογίζομαι compute imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) συλλογίζομαι compute imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογιζόμενον — συλλογίζομαι compute pres part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp neut nom/voc/acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισαμένων — συλλογίζομαι compute aor part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc/neut gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισθέντα — συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισάμενον — συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»